κισσοφάγος

κισσοφάγος
κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιττοφάγον — κισσοφάγον , κισσοφάγος ivy eating masc/fem acc sg κισσοφάγον , κισσοφάγος ivy eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”